- προλογίσει
- προλογίζωspeak a prologueaor subj act 3rd sg (epic)προλογίζωspeak a prologuefut ind mid 2nd sgπρολογίζωspeak a prologuefut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προλογίζω — ΝΑ [πρόλογος] μιλώ πρώτος («στον σύνδεσμο θα προλογίσει ο πρόεδρος») νεοελλ. 1. γράφω τον πρόλογο σε κάτι («ο καθηγητής τού προλόγισε το βιβλίο») 2. μιλώ προεισαγωγικά («τη διάλεξη τού καθηγητή θα προλογίσει ο πρόεδρος τού ιδρύματος») αρχ. 1. λέω … Dictionary of Greek